- ὑλοτόμῳ
- ὑλότομοςcuttingmasc/fem/neut dat sgὑλοτόμοςmasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υλοτομώ — ὑλοτομῶ, έω, ΝΑ [υλοτόμος] κόβω δένδρα από το δάσος για καύσιμα ξύλα ή για κατεργασμένη ξυλεία … Dictionary of Greek
υλοτομώ — υλοτόμησα, υλοτομήθηκα, υλοτομημένος, κόβω δέντρα από το δάσος για τη μετατροπή τους σε καύσιμη ή οικοδομήσιμη ξυλεία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τέμνω — (I) ΝΜΑ, και τέμω και επικ. και ιων. και δωρ. τ. τάμνω Α 1. κόβω, σχίζω, τεμαχίζω (α. «τέμνοντα όργανα» β. «τοιοῡτον τμήμα τέμνεται τὸ τεμνόμενον, οἷον τὸ τέμνον τέμνει;», Πλάτ.) 2. (για ποταμό ή οροσειρά) διαιρώ, χωρίζω (α. «η οροσειρά τέμνει… … Dictionary of Greek
υλοκοπώ — έω, Α [ὑλοκόπος] κόβω τα δέντρα τού δάσους, διενεργώ υλοτομία, υλοτομώ … Dictionary of Greek
υλοτόμηση — η, Ν η κοπή δένδρων από το δάσος. [ΕΤΥΜΟΛ. < υλοτομώ. Η λ., στον λόγιο τ. ὑλοτόμησις, μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Ἑστία] … Dictionary of Greek
υλουργώ — έω, Α [ὑλουργός] υλοτομώ … Dictionary of Greek